stamokostas                                                 Αφήγηση Βασίλειος Δ.Σταμοκώστας

Η «παλιννόστηση» της επιταγμένης ντοριάς φοράδας μας, Σεπτέμβριος 1949 και τα φιλοζωικά συναισθήματα των ανθρώπων.

Κατά την περίοδο του Ανταρτοπολέμου ο Στρατός έκανε επιτάξεις αλογομούλαρων και ημιονηγών για τη μεταφορά οπλισμού, τροφίμων και τραυματιών σε μέρη που δεν τα πατούσαν αυτοκίνητα.
Το Κέντρο Επίταξης ήταν η Υπάτη, όπου οι κάτοχοι του ζώου, το παρέδιδαν και έπαιρναν από την αρμόδια επιτροπή ένα αποδεικτικό πιστοποιητικό με τα χαρακτηριστικά του ζώου. Ο πατέρας μου είχε δυο φοράδες και επέταξαν τη μία, την νεώτερη.
Μετά τη λήξη του οδυνηρού αυτού πολέμου ειδοποιήθηκε να πάει στην Υπάτη να την παραλάβει. Κάποιοι από τους συγχωριανούς εκεί ενημερώθηκαν ότι το ζώο τους σκοτώθηκε ή ψόφησε και θα πάρουν από το Κράτος άλλο. Τους έδιναν γιαυτό, το σχετικό σημείωμα. Πήγε και ο πατέρας στην επιτροπή, έδειξε το αρχικό πιστοποιητικό παράδοσης και του είπαν να περιμένει. Οι αρμόδιοι έψαξαν όλο τον καταυλισμό επισταμένως, και επί πολύ, αλλά φοράδα δεν βρήκαν.
Οι πρώτοι επιστρέψαντες συγχωριανοί, μας ενημέρωσαν για την ανωμαλία και πέσαμε όλοι σε περίσκεψη. Πάνω στη στενοχώρια κι ενώ είμαστε με το κεφάλι κάτω
 βλέπουμε στο σοκάκι μας να έρχεται η φοράδα με σερνάμενο το καπίστρι. Χαρά για την επιστροφή της ντοριάς (κόκκινη), προβληματισμός για την τύχη του πατέρα. Πολλά έβαζε ο νους μας. Σε καμιά ώρα φάνηκε κι ο πατέρας, ο οποίος περίλυπος έβγαλε το χαρτί, που έλεγε ότι σε περίπτωση οριστικής απώλειας της φοράδας θα πάρει άλλη από το Κράτος. Δε βάσταξε η γιαγιά και του λέει: «Α! Βρε! μη στινουχωριέσι, ήρθι η φουράδα μόνη τ’ς στου σπ’τάκι τ’ς, δεν μπόρ’σι να ρθει κι μένα του πιδάκι μ’ απ τη Μικρά Ασία»; (Είχε σκοτωθεί εκεί ο μεγάλος αδερφός του πατέρα το 1921, ο Βασίλης).
Σημείωση γράφοντος: Ποτέ ένας πόλεμος δεν θεράπευσε καταστάσεις, μόνο καταστροφές έφερε! Η χαροκαμένη μάνα όταν άκουγε αυτή τη λέξη (παλιννόστηση - επιστροφή), ο νους της ταξίδευε στο πρώτο της και χαρισματικότερο, όπως έλεγε,παιδί της. Δεν ξεχνώ ποτέ, και μέχρι να πεθάνω, τις κραυγές πόνου που έβγαλε μια νύχτα εκείνες τις μέρες, μεσάνυχτα, Καλοκαίρι, όταν είδε στο όνειρό της ότι ήρθε ο γιος της απ’ τα ξένα, μπήκε στο σπίτι και της ζήτησε ένα φυλλί (κομμάτι) πίτα, και ώσπου να το κόψει απ’ το ταψί, εξαφανίστηκε. Ήταν τρομακτικοί οι σπαραγμοί!! Δεν αναστατωθήκαμε εμείς μόνο, αλλά όλη η γειτονιά. Τώρα με την περίπτωση της φοράδας ζωντάνεψε στο υποσυνείδητό της η διακαής μητρική επιθυμία επιστροφής του χαμένου σπλάχνου της, κι ας είχαν περάσει 30 χρόνια!! (Όσο αναπνέω, ελπίζω...)!
Επανερχόμαστε στα της φοράδας:
Χαμογελάει ο πατέρας και πάει ίσια για το στάβλο. Μόλις την είδε να τρώει σ’ ένα ταψί κριθάρι που της έβαλαν η μάνα με τη γιαγιά, έρχεται παίρνει μια καρέκλα και πάει στο στάβλο δίπλα στη φοράδα. Άρχισε να της μιλάει και να την χαϊδεύει, περιμένοντας και γω να πάρω σειρά να κάνω το ίδιο. Ήθελα, αν ήξερα τη γλώσσα της, να τη ρωτήσω για τα πολλά που είδαν τα μάτια της στη φωτιά αυτού του αδελφοκτόνου πολέμου. Ήμουν 12 χρονών παιδί και καταλάβαινα τα πάντα. Ως κατεξοχήν γεωργική οικογένεια ζούσαμε με τα χνώτα, τις αγωνίες και τα προβλήματα των ζώων μας!
Εδώ έχει αξία να τονισθεί η υποτιμημένη νοημοσύνη των ζώων: Πολλές φορές, στην πολυκύμαντη ζωή μας, δεν αποδεικνύονται τα ζώα, σε ορισμένες των περιπτώσεων, πιο νοήμονα κι απ’ τον ίδιο τον άνθρωπο; Δεν εντυπωσιάζει το γεγονός πως η φοράδα χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση,με το που λύθηκε, ήρθε χωρίς περιπλανήσεις ευθεία στο κατοικιό της; Να ρώτησε άραγε στο δρόμο κανένα άλλο προς τα που πέφτει η Φτέρη;
Το γεγονός και μόνο αυτό, με αναγκάζει ν’ αναφερθώ και σ’ ένα άλλο οικογενειακό περιστατικό - ιστορία:

Ι). Αφήγηση Δημητρίου Γεωρ. Σταμοκώστα (πατέρα μου).


Ο πατέρας μου το 1926 απολύθηκε από το Στρατό και ήρθε απευθείας στο χωριό, στο σπίτι του. Ο παππούς μου, μετά και το θάνατο του πρώτου του παιδιού, τού Βασίλη, στο Σαγγάριο της Μ. Ασίας, (απόφοιτος και αριστούχος του Σχολαρχείου Σπερχειάδος), είχε αποφασίσει να κρατήσει για τις ανάγκες του σπιτιού τον πατέρα μου, όπως συνηθιζόταν τότε. Ο παππούς είναι τύπος αυταρχικού ανθρώπου και φανατικού χαρτοπαίκτη.
Μια των ημερών βρίσκονται στο χωράφι στη θέση Βατοκάμπι και ο πατέρας οργώνει ξυπόλυτος, όπως όλοι, μην χαλάσουν τα τσαρούχια απ’ την υγρασία ή τη λάσπη, έχοντας μαζέψει μέχρι το γόνατο και το παντελόνι του. Εννοείται απ’ τα μικρά του χρόνια ασχολούνταν με την γεωργία και ήξερε τον τρόπο του οργώματος πολύ καλά. Ο παππούς, όπως πάντα, ήθελε να διατάζει συνεχώς και να κηδεμονεύει τον πατέρα σαν να ήταν μικρό παιδί. Σε μια στιγμή, αυτής της αδυναμίας του, τον σκαμπίλησε και τον έβρισε.
Σε όλο το διάστημα της θητείας του στο Στρατό, τον πατέρα συχνά τον απασχολούσε η ιδέα της συνεργασίας με τον πατέρα του, όταν θα απολυόταν. Η στιγμή στάθηκε καθοριστική: Τα παρατάει και όπως ήταν ξυπόλυτος φεύγει και κατευθύνθηκε προς το Σπερχειό-Βίτωλη. Από κει βρήκε διερχόμενο από Καρπενήσι αυτοκίνητο, που τον μετέφερε δωρεάν στη Λαμία. Εκεί περιπλανήθηκε δυο μερόνυχτα νηστικός, και απελπισμένος κατέληξε σ’ ένα πανδοχείο στον πάτο της πλατείας Πάρκου. Ζήτησε από τον εστιάτορα, αν υπάρχουν τίποτε αποφάγια και ο εστιάτορας του έδωσε κανονικό φαϊ. Εκεί έλαβε την ευκαιρία ο πατέρας να πει τον πόνο του.
Ο εστιάτορας μου έδωσε, δια της γυναίκας του, άλλα ρούχα, μου παραχώρησε ένα δωματιάκι δίπλα στον φωταγωγό με ένα ράντζο να κοιμάμαι και με κράτησε, αμισθί, στο προσωπικό του, για ένα πιάτο φαΐ. μου είπε τι δουλειές θα κάνω και πως θα πρέπει να είναι η εμφάνισή μου και η συμπεριφορά μου. (Θα είχα μονίμως στο χέρι ένα τραπεζομάντηλο το οποίο θα έστρωνα μόλις καθόταν ο πελάτης στο τραπέζι και εν συνεχεία θα πήγαινα μια κανάτα νερό με αντίστοιχα του αριθμού πελατών ποτήρια και τίποτε άλλο. Από κει και μετά ήταν δουλειά των σερβιτόρων. Κατά τις ελεύθερες ώρες πρωινά και απογευματινά θα βοηθούσα στην προετοιμασία παρασκευής των φαγητών και θα καθάριζα την αίθουσα, τακτοποιούσα τα καθίσματα κλπ).
Όλα πήγαιναν καλά ώσπου ήρθε και το παζάρι της Λαμίας. Ένα μεσημέρι εμφανίζονται στο εστιατόριο οι συγχωριανοί Γιάννης Τσιτούρας (συγγενής) και Γιάννης Τζάβαλος. Εγώ μόλις τους είδα κρύφτηκα πίσω από μια κολόνα. Αμέσως το αφεντικό με ρωτάει τι συμβαίνει; Είναι συγχωριανοί μου και άμα με δουν θα το μαρτυρήσουν στον πατέρα μου και θάρθει να με πάρει. Ο εστιάτορας με διαβεβαιώνει ότι δεν έχει κανένα τέτοιο δικαίωμα δεδομένου ότι είμαι ενήλικας και με προστατεύει ο νόμος, και ότι εγγυάται αυτός για την ασφάλειά μου και να σπεύσω να εξυπηρετήσω τους πελάτες. Έτσι και έγινε: Βρεεε Μητράκη, εδώ είσαι; είναι και ο πατέρας σου εδώ, ήρθε να πουλήσει ένα πουλαράκι, μου λένε οι συγχωριανοί. Καλά, εγώ είμαι απασχολημένος εδώ τώρα και αν μπορέσω θα πεταχτώ να τον βρω αργότερα....
Ντοπιολαλιά. Αφού πήγι 4 η ώρα κι μαζέψαμι του μαγαζί, είχαμι δικαίουμα να ξιαπλώσουμι δυο ώρις να ξικουραστούμι. Ιγώ πήγα στου δουματιάκι μ’ , αλλά δε μι ανάπαυει. Του μυαλό μ’ ήταν στη φουράδα κι του π’ λαράκι. Είπα: Θα πάου σιγά σιγά, μι προφύλαξη, να τα ιδού, να ξιπουνέσου, χουρίς να μι πάρ’ χαμπάρ’ ου πατέρας ουμ. Σηκώθ’κα (τι τσακιώμαν) κι πήγα σιγά σιγά ψάχνουντας μεσ’ του παζάρ´. Βλέπου τουν πατέρα μ’ να ακουμπάει στου σαμάρ’ κι να καπνίζει. Κοιτάου κι τη φουράδα μι του μπλαρόπλου, έτρουγαν τριφύλλι. Ανασηκώ´θκα να τη δου καλύτερα, κι κείνη την ώρα σήκουσει κι αυτήνη του κιφάλι τ’ ς, κι μι είειδει. Τραβάει ένα χλιμίντρισμα, μ’ σπάραξει τα σηκώτια! Ικείνου ´ηταν! Κάνου πέρα, πάου την αγκαλιάζου, τη φίλησα, τ’ς χάϊδιψα του κιφάλι κι τουν τσιαμπά (χαίτη), τ’ς μίλησα, κι ου πατέρας ουμ δεν έκρινε καθόλου. Τ’ όκρινα ιγώ, κι μ’ λεέι: ιδώ είσι; Άϊ κάτσι και κανόνισι να ρθεις απάν’, νά ’σει νοικουκύρ´ς στου σπίτ´σ’ κι στα χουράφια σ´.
Πήγα κουντά στ’αφεντικό, τού ’πα τα καθέκαστα, μάζιψα τα πραγματάκια μ’, τουν ιυχαρίστ’ σα αυτόν κι τη γιναίκα τ’, έκλαψα, κι μιτανοιουμένους πήγα στη φουραδούλα μ’. Ωχ! Ωχ! Δεν τσακιόμαν να καθίσου ικεί; Απου ’δώ καλύτερα θα πέρναγα»!!

karaso
«Πόσο δυνατό ήταν το χλιμίντρισμα – κάλεσμα της φοράδας να συνταράξει τα σωθικά του αγροτόπαιδου; Τι το συνέδεε άραγε; Αποδείχθηκε ότι ο στρατός δεν του πρόσφερε κάτι διαφορετικό από την επιστροφή στην πατρική του στέγη. Μίλησαν μέσα του, τη στιγμή εκείνη, τα έντονα βιώματά του, που δεν ήταν άλλα από την οικογένεια, τη γη και το ζωικό οικογενειακό βασίλειο. Βασίλειο που συνυπάρχεις και πασχίζεις μέρα – νύχτα μαζί του για τον ίδιο σκοπό, για την επιβίωση και την προκοπή. Γίνεσαι ένα με αυτό.
Η καθημερινή αυτή προσέγγιση φέρνει τον άνθρωπο στην ανάγκη ν’ αναλογίζεται, αν όντως είναι αυτός το ευγενέστερο και δυνατότερο ον στη Φύση. Αν έχει αισθήματα και συναισθήματα ανώτερα από τα ζώα, γενικώς! Αν τέλος, δικαιούται να δυναστεύει τα πιο
Ξεκίνημα για το χωράφι 1965 αδύναμα ή αν υποχρεούται να τα περιθάλπει, ιδιαίτερα εκείνα που τον υπηρετούν και τον προστατεύουν. Επί πλέον, και κείνα ακόμη που είναι άγρια μέσα στη φύση, αν πρέπει, όταν βρίσκονται σε αδυναμία, να τα προστατεύει.
Αναφορικά με το άλογο, οι ειδικοί μιλούν για την συναισθηματική ανωτερότητά του, ότι μπορεί να μην έχει λόγο (α-λογο), έχει όμως συναίσθημα. Είναι το μόνο ζώο που αρνείται να διασταυρωθεί με ομοειδές του, πρώτου βαθμού συγγένειας και στέκεται ψηλότερα κι απ’ τον άνθρωπο ακόμη, σε κάποιες περιπτώσεις.
Κατά γενική ομολογία των οικείων και συγχωριανών ο πατέρας σπάνια έμπαινε καβάλα στ’ άλογα να ξεκουραστεί. Τα φρόντιζε σαν τον εαυτό του. Δεν τα πίεζε ποτέ, δεν τα βαρυφόρτωνε!
Μια άλλη εικόνα που δεν ξεχνώ ποτέ σχετικά με τα άλογα: Στην αρχή της 10ετίας 1950 βρίσκομαι με τον πατέρα μου στο χωράφι της μάνας στη θέση «Θέρμα» Παλαιοβράχας ΒΔ της ιαματικής σημερινής πηγής περί τα 100-150 μέτρα.
Είναι ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής. Ο πατέρας με στέλνει στο παρακάτω χωράφι μας «Παλιούρια» να δέσω τις δυο φοράδες και τα δυο αλογόπουλα, 1.5 χρονών το καθένα, να βοσκήσουν, από ένα παλούκι όλα δεμένα,για να μην τυλιχτούν. Την ώρα, που ξεκινάω να μπήξω το παλούκι, είμαι σε θέση κάθισμα βαθύ, βλέπω τ’ άλογα να συμπτύσσονται όλα μαζί προς το κέντρο, να σηκώνουν όλα τα μπροστινά τους πόδια προς τα πάνω και να χλιμιντρίζουν. Ακριβώς την ώρα εκείνη έγινε μεγάλος σεισμός! και γω έχασα την ισορροπία μου και έπεσα στο χώμα. Δε μου δόθηκε μέχρι σήμερα κάποια ευκαιρία να συζητήσω με κάποιον ειδικό για το αισθητήριο αυτό των αλόγων με αποτέλεσμα να μην ξεχνώ αυτό το φαινόμενο ακόμη!
Καιρός και για ένα πιπεράτο!
Σ’ ένα λιβάδι είναι συγκεντρωμένα τέσσερα άλογα και μοιάζουν σαν κάτι να συζητούν.
Η εικόνα κίνησε την περιέργεια ενός διερχόμενου γάιδαρου, ο οποίος σκέφθηκε να τους πει μια καλημέρα, κι αν θέλουν να του πουν τι συζητούν. Μόλις πλησίασε κάπως κοντά ο γάιδαρος, τον ρωτάει ένα απ’ τα άλογα: Βρε καλώς τον, πως από δω; Α! έτσι πέρασα να δω τι λέτε! Περιφρονητικά, το άλογο του απαντά: Ε! Να: λέμε να τρέξουμε μέχρι εκεί απέναντι, να δούμε ποιος θα φθάσει πρώτος! Απαντάει ο γάιδαρος: Α! Έτσι, καλά!.. Άντε γεια χαρά, και στρίβει να φύγει. Τον ρωτάει το άλογο: Γιατί, εσύ τι νόμισες; Νόμισα, μήπως λέτε, ποιος την έχει μεγαλύτερη»!!!
Θα ήθελα να σημειώσω με την ευκαιρία και κάτι σχετικό με την νοημοσύνη του περιφρονημένου και καθυβρισμένου γάιδαρου.
Όταν οι γονείς μου έφευγαν νύχτα για δουλειές στα χωράφια, για να κερδίσει η μάνα μια ώρα ύπνο, έφτιαχνε το φαγητό η γιαγιά, και σε ηλικία 5-10 χρονών που ήμουν, όταν γινόταν το φαγητό, με έβαζε καβάλα στη γαϊδούρα, μου έβαζε και μια παλιοτραγιάσκα του παππού η του πατέρα στο κεφάλι, να μη με καίει ο ήλιος και έλεγε στη γουμάρα: Α! Χα. Να πας καλά το παιδί και το φαγητό στο τάδε χωράφι (συγκεκριμένη τοποθεσία), που οι γονείς την ημέρα αυτή θα δούλευαν.
Πολλές φορές η διαδρομή ήταν μακρινή και μέσα από σταυροδρόμια και σε ορισμένες περιπτώσεις ανάμεσα σε καταπότες – άκρες ξένων χωραφιών - με δαιδαλώδεις διαδρομές, με πήγαινε στο συγκεκριμένο χωράφι, στο οποίο εγώ δεν ήξερα να πάω. Το μόνο που έκανα κατά τη διαδρομή, να κρατώ καλά το χερούλι της κατσαρόλας μην χυθούν οι φακές ή ότι άλλο φαΐ έφτιαχνε η γιαγιά!
Ένοιωθα απόλυτη σιγουριά ότι η γαϊδούρα θα με πάει στον προορισμό μου ασφαλή, πράγμα που πάντοτε συνέβαινε. Μου γεννάται ακόμη το ερώτημα: Πού καταλάβαινε η περιφρονημένη γαϊδούρα τις λέξεις για να με πηγαίνει συστημένο στο συγκεκριμένο χωράφι κάθε φορά;
Αξίζει να κάνω επίσης μια άλλη σχετική παρένθεση εδώ: Η κόρη του αδερφού μου, η Λένα, όντας μικρό παιδί γύρω στα 6-7 χρονών, τα Καλοκαίρια που ήμασταν στο χωριό, μας έβαζε στον ύπνο και όλο το μεσημέρι πήγαινε και την έβγαζε, μεσ’ τον ήλιο, παρέα με τον αγαπημένο μας γάιδαρο, τον Αράπη, που ο παππούς τον είχε μόνιμα δεμένο στο οικόπεδο προς τον κήπο. Όπως μου είπε ο γείτονας Βασίλης Τσίφτης που την παρακολούθησε μια μέρα, πήγαινε κρυφά τα μεσημέρια και του έδινε τριφύλλι να φάει, τον χάιδευε, τον φιλούσε και στο τέλος τον κέρναγε ένα λουκούμι ραχάτι και κάποιες καραμέλες. Ραχάτια από αυτά που φέρναμε στον παππού και ήταν αρκετά, αφού ο γαμπρός μας Ν. Σταυρόπουλος ήταν ζαχαροπλάστης και είχε αδυναμία στον παππού από το κέφι που σκόρπαγε στο σπίτι όταν τα κοπάναγε.
Πήγαινε λοιπόν η Λένα και τον γλύκαινε κάθε φορά κλέβοντας από την ντουλάπα τα ραχάτια του παππού. Μια μέρα όπως μου είπε ο Βασίλης επιχειρούσε όλο το μεσημέρι να τον σαμαρώσει, αλλά δεν έφτανε και υπό το βάρος του σαμαριού είχε ιδροκοπήσει. Ο Αράπης την κοιτούσε συνεχώς με παράπονο ότι τον ξέχασε και άρχισαν να τρέχουν τα σάλια του και να σχηματίζουν κλωστές τον κατήφορο, (προφανώς είχε ενεργοποιηθεί ο κώδικας επικοινωνίας περί έλλειψης σακχάρου)! Τελικά μας είπε ο Βασίλης και τη συμμαζέψαμε να μην πάθει καμιά θερμοπληξία!
Μεγάλη δουλειά η αφομοίωση των κωδίκων επικοινωνίας των κατοικίδιων ζώων, με τα οποία αναπόδραστα δένεται ο άνθρωπός συναισθηματικά.
Η πορεία του πατέρα μου αυτό απέδειξε»!!
arapis