arxontika

 
Ένα αρχοντικό, κατάλοιπο μνημείο της τάξης των «ευγενών» αρχόντων -μελών του Libro d' oro του νησιού με ρίζες στην αντικρινή Ιταλία των δόγηδων και η ταπεινή σημερινή ιδιοκτήτριά του είναι οι πρωταγωνιστές στο κείμενο που ακολουθεί. Τόπος και χρόνος: Τα Κύθηρα στις φετινές διακοπές μας.
Θαμπωμένοι, πρώτα, από την εξωτερική ομορφιά του σπιτιού, ενδιαφερθήκαμε γι’ αυτό. Ένα σκουροκόκκινο, σιωπηλό και ρωμαλέο αρχιτεκτόνημα, σκαρφαλωμένο στην ανηφόρα, το μοναδικό με κήπο και μαντεμένια αυλόπορτα, μια παραφωνία αυτή μέσα στο πανταχού παρόν λευκό. Θυμάμαι το φούλι στη γλάστρα, τα χρωματιστά πλακάκια, τις νωθρές γάτες ολόγυρα, το χιλιοπερασμένο με πράσινη λαδομπογιά τραπέζι, μια τσίγκινη γαβάθα με αμπελοφάσουλα στην άκρη, ένα αριστοτεχνικό πλεχτό, αφημένο σε μια σιδερένια καρέκλα - άδηλο για τι και για ποιον/ποια προορισμένο. Και βεβαίως το οικόσημο στο υπέρθυρο της εισόδου-ένα σύμπλεγμα δυσεξήγητων ηρωικών συμβόλων.
Η Καλλιόπη, φίλη μας στο νησί, θα απαντούσε στις ερωτήσεις μας για το κτίσμα και την κυρία Λουκία, την τωρινή ιδιοκτήτριά του. Αλλοτινή υπηρέτρια του σπιτιού και αθέλητη κληρονόμο του κύρη της…(άλλη ιστορία αυτή, που ίσως τη διηγηθώ μια άλλη φορά).
Όπως το είχε κανονίσει η Καλλιόπη, όπου να’ναι η Λουκία θα κατέφθανε εκείνο το απομεσήμερο με το μεταλλικό ανγκιστράκι της πλεκτικής να εξέχει από την τσέπη της ποδιάς της.
Με την ευκολία που πλησιάζουν ο ένας τον άλλον οι άνθρωποι στους μικρούς τόπους, η πρόσκληση της κυρίας Λουκίας να μας ανοίξει το σπίτι, για μια ξενάγηση σ’ αυτό, δεν άργησε να έρθει. Σπίτι της το λέω, μα σπίτι της δεν ήταν. Ακομα το «σεβόταν», όπως είπε, γιατί άλλοι το είχαν χτίσει, άλλοι το είχαν ζήσει, κι εκείνοι δικαιούνταν ακόμη ν’ ανασαίνουν ανάμεσα στους τοίχους του, ανενόχλητοι.
Τον «όροφο» τον είχε κλειστό. Κανένας δεν πατούσε στα δωμάτιά του, που τα σφουγγάριζε «άπαξ της εβδομάδος». Της άρεσε να περνάει κάμποση ώρα εκεί μετά από τις δουλειές. «Μ’ αρέσει», μας είπε, «να κάθομαι στην άκρη του σουμιέ, στη μεγάλη κάμαρη, να περιεργάζομαι κάθε φορά την ομορφιά γύρω μου και να σκέφτομαι τη ζωή μου. Καλή ζωή και κακή ζωή, ανακατεμένος ο ερχόμενος», έλεγε και γελούσε, καταλήγοντας πάντα με ένα: «σε καλό μας…»
Καθώς γνωριστήκαμε περισσότερο, σα να μάντεψε την επιθυμία μας, έκανε την εξαίρεση. Την επόμενη φορά θα μας ανέβαζε στο όροφο «να δούμε», όπως είπε, «την αρχοντιά του».
Φωτεινά δωμάτια, δροσερά, ψηλοτάβανα με κουφωμένα τα παράθυρα, με θεόρατα μαντεμένια κρεβάτια στη μέση. Τα πάντα, απ’ άκρη σ’ άκρη άστραφταν από πάστρα και ομορφιά. Όχι σαν των νεόπλουτων με αυθάδεια, πάρα με τα βαρύτιμα έπιπλα και τ’ άλλα αντικείμενα με όλη την αίγλη του παλιού καιρού ιστορημένη απάνω τους. Άλλα, ξεφορτωμένα από τις μούλες που έφταναν από τη Βλαχία, και άλλα, κατά δόσεις, με φορτωτικές στα βαγόνια της Ευρώπης: καθρέπτες και λάμπες, σερβίτσια και ζωγραφιές, χαλιά και έπιπλα. Και μαζί τα μπακίρια, τα ασημικά, τα κεντήματα και οι σκαλιστές κασέλες της δίκης μας ενδοχώρας. Όλα, ίδια με τις ομορφιές που βλέπουμε σε σπουδαία παλαιοπωλεία, όπου κατέληξαν μετά από ανίερες συναλλαγές ανάξιων κληρονόμων.
Κάπως έτσι θα τη θυμόμαστε την κυρία Λουκία: ροδαλή κι αφράτη, να κλείνει την κουβέντα της, άλλοτε με το πνιχτό γελάκι της, και άλλοτε να αφήνεται σ’ έναν αναπάντεχο στεναγμό, να ακουμπάει άπραγα στην ποδιά της και να βυθίζεται για λίγο σε μια ξαφνική κακοτοπιά. Κι υστέρα, το ίδιο ξαφνικά όπως είχε συννεφιάσει, να ξαστερώνει, να σηκώνει το βλέμμα , ν’ ανεμίζει νευρικά το χέρι της μπροστά στο πρόσωπο της, λες κι έδιωχνε μια μέλισσα και ν’ αναφωνεί το αιώνιο: «σε καλό μας…»
Αποκορύφωμα της επίσκεψης, η παράκλησή της να της διαβάσουμε, από ένα βαρύ, μαστορικά δερματόδετο λεύκωμα, ένα ποίημα γραμμένο με τα άψογα καλλιγραφικά γράμματα του κύρη της. «Να το ευχαριστηθώ», όπως είπε, αναλφάβητη η ίδια, «για μια ακόμα φορά».
Θάλλοντας από ένα ένδον ηθικό αντίκρισμα, αφέντρα μιας εκχωρημένης, μετά από ανεξιχνίαστη επιμονή της μοίρας, άλλης τάξεως κατοχής, είχε αναμετρηθεί με το ρόλο της, τον οποίο υπηρετούσε με αυταπάρνηση, χωρίς βαρυγκώμια και χωρίς ξιπασιά.
Λίγο πριν την αποχαιρετήσουμε, σα να ένιωσε την απορία μας για την, μετά από τη δική της προστασία, τύχη του σπιτιού, έδωσε την απάντησή της, μιλώντας περισσότερο στον εαυτό της: «Τώρα λέω να φτιάξω μια κουρτίνα για το παράθυρο της σάλας, η παλιά κουρελιάστηκε πια…»
 
Αναφορές: Το κείμενο βοηθήθηκε στη δραματοποίησή του από ένα γραπτό του Γιάννη Δάλλα και ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Κατερίνας Σχινά, «Καλή και ανάποδη», Εκδόσεις Κίχλη.
 
Γιώργος Ι.Κωστούλας