fanela

Πρωταγωνιστές της Ιστορίας είναι τα πρόσωπα ή οι μάζες; Όπως κι αν έχει, η πόλωση- τα δίπολα γενικώς- μας πηγαίνουν πολύ. Δυο απ’ αυτά: Το πρώτο, ποιος είπε το Όχι; ο Μεταξάς ή ο Λαός. Το δεύτερο, εμπνεύστηκαν οι Ελληνίδες από τις βασιλικές εκκλήσεις της Φρειδερίκης, επί κεφαλής της οργάνωσης «Η Φανέλα του Στρατιώτου», ή εκείνες αγκάλιασαν αυθορμήτως την ευκαιρία να συμπαρασταθούν στους ήρωες της Αλβανίας με όπλο τις βελόνες τους;
Η επικρατούσα άποψη για το πρώτο δίπολο είναι ότι η μια πλευρά παρέσυρε την άλλη: Έπρεπε πρώτα να υπάρξει η σθεναρή, περήφανη και αποφασιστική απάντηση του κυβερνήτη στις ιταμές απαιτήσεις του Ιταλού πρέσβη, Γκράτσι, για να φέρουν στην επιφάνεια τις υπνωτούσες αρετές και τα πατριωτικά συναισθήματα ενός βαθύτατα υπερήφανου λαού. Διερμηνεύοντας και σεβόμενος αυτά τα συναισθήματα, ο Μεταξάς θα σημειώσει στο ημερολόγιό του μια βαθύτατα συναισθηματική φράση. Η λέξη- κλειδί της φράσης το ουσιαστικό, «προσβολή». Η πλήρης φράση: «Δεν μπορώ να δεχτώ αυτήν την προσβολή». Που περαιτέρω σημαίνει: «δεν μπορούσα να προσβάλω αυτόν τον Λαό, παίρνοντας μια διαφορετική απόφαση».
 
Παρόμοια απάντηση επιδέχεται και το δεύτερο δίπολο: Πρώτα υπήρξε η πρωτοβουλία της Φρειδερίκης (*), για να ακολουθήσει η πάνδημη ανταπόκριση, ιδιαίτερα των γυναικών των πόλεων, οι οποίες μετέτρεψαν τη χώρα σε ένα απέραντο… πλεκτήριο.
Το πλέξιμο, λοιπόν, ως πατριωτική πράξη.
Ο Γεώργιος Βλάχος από την εφημερίδα, Καθημερινή, το Δεκέμβριο του ’40, προτρέπει: (…) Είναι Δεκέμβριος και στην Ήπειρο είναι ενάμισι μέτρο το χιόνι. (…) Κι εμείς; Πρέπει τώρα να δώσουμε ό,τι έχουμε: κουβέρτες, πλεχτά, γάντια, φανέλες, χρήμα για να προφυλαχτεί, να ζεσταθεί να κοιμηθεί ο στρατιώτης. (…) O στρατιώτης με το όπλο, η γυναίκα με το βελόνι…».
Παράλληλα, η Σοφία Βέμβο, στη διασκευή της «Ζεχρά» του Σουγιούλ, που είχε μετατραπεί σε «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», από τον Μίμη Τραϊφόρο, θα εμπνεύσει το ίδιο: «(…) Τα ατρόμητα παιδιά μας /που φρουροί στα σύνορά μας/πάλι μένουνε/τη στοργή της ζεστασιάς μας/απ’ τα χέρια τα δικά μας//περιμένουνε».
Ο «εθνικός μας κομπέρ», Γιώργος Οικονομίδης, θα συντονιστεί με τον Βλάχο, κεντρίζοντας σε ευγενή άμιλλα τις πλέκουσες κυρίες: «Τη φανέλα του στρατιώτη/ποια θα την τελειώσει πρώτη/ποια θα πλέξει πιο μπροστά/γάντια για τα δάχτυλά του/για να τα κρατούν ζεστά (…)».
Οι εφημερίδες θα μπουν κι αυτές στο χορό. Μια απ’ αυτές, κάτω από τη μόνιμη στήλη, «Διά τας Ελληνίδας», δημοσιεύει σχεδόν καθημερινά σχέδια και πατρόν κάλτσας και γαντιού, με τη διευκρίνιση: «Τα κατωτέρω σχέδια έχουν εγκριθεί υπό του Γενικού Στρατηγείου, ως τα πλέον κατάλληλα δια τον στρατόν. Παρακαλούνται, όθεν, αι Ελληνίδες να πλέκουν βάσει των σχεδίων αυτών!»
Αμιλλόμενες τα κατά κόσμον, δεν θα αργούσαν και οι μοναχές των μοναστηριών να λάβουν μέρος στον οργασμό της πλεκτικής, δίδοντας μάλιστα συμβουλές για αποδοτικότερες επιδόσεις, όπως η επιστολή της μοναχής Ε.Β. προς τον «Σεβασμιώτατον Αρχεπίσκοπον», με ημερομηνία 26 Δεκέμβριου 1940. «…Πολλαί αδελφαί, ακροώμεναι τας ακολουθίας του όρθρου και του εσπερινού εκ του παραπλέυρως του καθεδρικού ναού μας παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος, πλέκουν. Άλλαι, κατά τας άλλας ώρας του ημερονυκτίου, γνέθουν, άλλαι ξαίνουν μαλλί (…). Το Ηγουμενείον μας έχει μετατραπεί εις εργαστήριον πλεκτικής».
Αυτά, ως προς την μαζική, οργανωμένη συγκέντρωση και αποστολή στις στρατιωτικές μονάδες των δεμάτων με το πολύτιμο περιεχόμενο. Την, ας πούμε, απρόσωπη αποστολή. Την «από όλες προς όλους».
Υπήρχαν όμως και οι ατομικές αποστολές από συζύγους, αρραβωνιαστικιές και αγαπητικιές, που, παντοίω τρόπω, έστελναν το δεματάκι τους στον δικόν της καλό, η καθεμιά. Ένα συνοδευτικό σημείωμα μιας τέτοιας επιστολής, το ακόλουθο: «Μια ανάποδη, δυο καλή/για σένα τούτο το πλεχτό αγάπη μου χρυσή/κι ενώ μες τη βροχή και μες στ’ αγιάζι θα φιλάς σκοπιά/ετούτο το πλεχτό θα σου κρατάει ζεστασιά».
Διαβάστε, τώρα, κι αυτό: Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ένα ελληνικό περιοδικό, νομίζω ο Ταχυδρόμος, είχε οργανώσει έναν διαγωνισμό ερωτικής επιστολής. Οι επιστολές θα έπρεπε να είναι παλαιοτέρων εποχών και η αυθεντικότητά τους να υποστηρίζεται από την αποστολή στο περιοδικό αυτούσιου τού, κατά κανόνα, χειρόγραφου περιεχομένου τους.
Ένα από τα βραβεία απέσπασε η επιστολή μιας Ελληνοπούλας, ονόματι Ελπίδας. Ανακαλώ ό,τι απέμεινε στη μνήμη μου από τα λόγια της επιστολής που συνόδευε, το χειμώνα του ’40, το δεματάκι της Ελπίδας προς τον αγαπημένο της στο μέτωπο της Αλβανίας (πώς να ξεχάσεις την, λες και έντεχνη, θαυμαστά αυθόρμητη τρυφερότητα που εκπέμπει αυτό το κειμενάκι;!): «(…) Πλέκουμε όλες στη γειτονιά -και μη γελάς παρακαλώ… Η καθεμιά για κάποιον, μα η (…) για όλο το στρατό, η ζωηρή… Απ’ της μικρής σου Ελπίδας τα δάκτυλα είναι φτιαγμένα τα πλεχτά που σου στέλνω. Το πουλόβερ άκομψο, μα χνουδωτό και το κασκόλ, μακρύ μακρύ τρεις βόλτες να το φέρνεις. Δεν είχα χνάρια… Τα χέρια κι η αγκαλιά μου που τόσο τα ψαχούλευες μου δώσαν τα μέτρα σου».
Τι έχετε να πείτε; Δεν μοιάζει σα να βγήκε από την πένα του Ελύτη;
(*) Παρεμπιπτόντως, η κίνηση αυτή, δεν δημιουργήθηκε το ’40, αλλά ανατρέχει πίσω στην έκκληση, γνωστή ως «Έκκλησις της βασιλοπούλας», που απηύθυνε η πριγκίπισσα Αλίκη, σύζυγος του πρίγκηπα Ανδρέα, παιδιού του Βασιλέως Γεωργίου Α΄, όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση το 1912, με σύνθημα: «Τα εσώρουχα του Στρατιώτου».
Αναφορές: Κατερίνα Σχινά, «Καλή και ανάποδη», Εκδόσεις Κίλχη
 Γιώργος Ι.Κωστούλας